Στις νότιες απολήξεις των κορυφών του Χελμού, σε υψόμετρο 900 μέτρων, με μοναδική θέα προς τη τεχνητή λίμνη «Δόξα», πνιγμένο από ένα πυκνό δάσος δρυών, ελάτης και άλλων φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων, βρίσκεται φωλιασμένο το περήφανο Μοναστήρι του «Αη Γιώργη του Φονιά». Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού, όπως ονομάζεται επίσημα, είναι ένα μοναδικό βυζαντινό μνημείο, που χτίστηκε το 1693 και έχει κηρυχθεί προστατευόμενο με απόφαση της 6ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στη θέση που σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου, το λεγόμενο «Παλαιομονάστηρο». Οι συχνές πλημμύρες όμως, με αποκορύφωμα μια πολύ καταστροφική στα μέσα του 17ου αιώνα ανάγκασαν τους μοναχούς να μετακομίσουν την Μονή σε υψηλότερο σημείο, στην σημερινή της θέση. Εκεί δημιουργήθηκε ένα τριώροφο, επιβλητικό οικοδόμημα, το οποίο ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων, λόγω πυρκαγιάς, το 1754. Υπήρξε εξ αρχής σταυροπηγιακό, δηλαδή αδούλωτο κι ελεύθερο, δεσποζόμενο κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο, σαν γνώρισμα υποταγής, έστελνε κάθε χρόνο μια οκά κερί! Σταυροπηγιακό αναφέρεται το μοναστήρι «του Φονιά»· και στον κατάλογο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1797-1798. Αλλά και η αρχαιοτάτη σφραγίδα του μοναστηριού που βρίσκεται στο εκκλησιαστικό μουσείο Κορίνθου φέρει την επιγραφή «Σφραγίς της ιεράς και σταυροπηγιακής μονής του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Φονιά εν τη Πελοποννήσω». Σιγίλλιο του 1797, επί Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ βεβαιώνει ότι το μοναστήρι είναι σταυροπηγιακό, αλλά οφείλει να στέλνει στο Πατριαρχείο, κάθε χρόνο, εκατόν πενήντα γρόσια. Ο ναός είναι στη μέση της αυλής και γύρω τριώροφο συγκρότημα κελιών, που το κάνουν ολόκληρο τεράστιο και μεγαλόπρεπο. Ο ναός τύπου βασιλικής με τρούλο είναι χωρισμένος στο νάρθηκα, στον κυρίως ναό στον οποίο εισερχόμεθα από τρεις θύρες και στο Ιερό. Ολόκληρος ο ναός είναι εικονογραφημένος με τοιχογραφίες σπάνιας τέχνης και λεπτοτάτης κατεργασίας από τον ζωγράφο Παναγιώτη από τα Ιωάννινα, (όπως αναφέρει επιγραφή), το 1762 – 1768. Είναι τοιχογραφίες εκφραστικές, ζωντανές, μορφές απαλλαγμένες από το βάρος και την έννοια της επίγειας ζωής και δοσμένες με παραστατικότητα. Εικονίζουν αγίους, την Παναγία και τη ζωή της, τη ζωή του Χριστού από τη μικρή ηλικία ακόμα, παραστάσεις από το μαρτύριο Του. Μια αρμονία χρωμάτων και μορφών, μια γλυκύτητα απλώνεται παντού στα εικονιζόμενα άγια πρόσωπα. Ο αγιογράφος Παναγιώτης από τα Ιωάννινα έχει επηρεασθεί από την Κρητική νοοτροπία και διακόσμηση, έχει όμως βάλει την προσωπική του σφραγίδα. Στη μέση του ναού και πάνω στην οροφή του οκτάπλευρου τρούλου βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και επιβλητικός ο Παντοκράτωρ. Κάτω από τον Τρούλο κρέμεται αιωρούμενος ο μεγάλος ξύλινος πολυέλαιος, ο οποίος φέρει μικρές εικόνες άριστης Τέχνης. Μοιάζει σαν αυτούς που υπάρχουν σ’ όλες τις μεγάλες εκκλησίες του Αγίου Όρους. Αξιόλογο είναι επίσης και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, το οποίο είναι στολισμένο με σκαλιστές εικόνες και παραστάσεις ολόκληρες από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Σύμφωνα με την επιγραφή, το τέμπλο σκαλίστηκε το 1762 και χρυσώθηκε από τον ζωγράφο Παναγιώτη εξ Ιωαννίνων. Στη δυτική πλευρά του ναού, πίσω από το νάρθηκα, στην οροφή, υπάρχει καταπακτή από την οποία με ξύλινη σκάλα σήμερα ανεβαίνει κανείς στο λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό», το οποίο λειτούργησε σύμφωνα με την τοπική παράδοση κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Προεπαναστατικά ο ηγούμενος Ναθαναήλ μυημένος ο ίδιος στην «Φιλική Εταιρεία», οργάνωνε και προετοίμαζε τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους, καθιστώντας το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου κέντρο του αγώνα του. Ο ίδιος είχε μυήσει και πολλούς μοναχούς, κληρικούς και οπλαρχηγούς, ενώ κατά τον Φωτάκο «Όλοι οι μοναχοί εκατήχουν την περιφέρειαν του Φονιά και έξωθεν και εφρόντισαν και ετοίμασαν όλα τα αναγκαία του πολέμου». Λίγο πριν την έναρξη της Επανάστασης από το μοναστήρι πέρασε ο Παπαφλέσσας, στην πορεία του για την συνέλευση της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821 και ξεσήκωσε τους μοναχούς και τους οπλαρχηγούς της Κορινθίας που συγκεντρώθηκαν εκεί, με τους πύρινους λόγους του. Από έγγραφο της μονής μαθαίνουμε πως το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Φενεού πρόσφερε στον Αγώνα 9.500 γρόσια, 15 οκάδες ασήμι, 500 γιδοπρόβατα, 15 βοϊδογέλαδα, 8.000 μπάτσες κρασί και 950 οκάδες σιτάρι. Κι όταν η Επανάσταση κινδύνεψε με την προέλαση του Ιμπραήμ και το προσκύνημα, το Μοναστήρι και πάλι στάθηκε φύλακας του αγώνα για την Ελευθερία. Ο αρχιστράτηγος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, το έκανε στρατηγείο του και έστησε το στρατόπεδό του στον κάμπο του Φενεού, οργανώνοντας τις άμυνες για το Μέγα Σπήλαιο και όποιες άλλες περιοχές απειλούνταν και τιμωρώντας προδότες και προσκυνημένους με φωτιά και τσεκούρι.
Σήμερα, ο επισκέπτης που θα φτάσει στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, θα βρει ένα ήσυχο και ειδυλλιακό τοπίο, που τίποτα δεν αφήνει να εννοηθεί για την επαναστατική ιστορία του, τους αγώνες, το πάθος για ελευθερία και τις θυσίες που έγιναν γι’αυτήν. Από τους εξαιρετικούς εξώστες με τζαμαρίες που διαθέτει το αρχονταρίκι, μπορεί να απολαύσει, όλες τις εποχές, ένα αξέχαστο θέαμα: Τη λίμνη Δόξα σε πρώτο πλάνο με το «ποντικονήσι» ξωκλήσι του Αγίου Φανουρίου και ολόκληρο το οροπέδιο του Φενεού στο φόντο. Τις σκουροπράσινες πλαγιές των Αροανίων και τη γυμνή πέτρινη κορυφή της Ντουρντουβάνας που σκίζει το στερέωμα. Τις κατάφυτες και ομαλές πλαγιές της Ζήρειας κι ακόμη μακρύτερα τις κορφές του Σαϊτά και του Ολίγυρτου. Στο ζεστό σαλόνι του ξενώνα, οι φιλόξενοι μοναχοί θα περιποιηθούν τον κάθε επισκέπτη με το ξεχωριστό έδεσμα που παράγουν μόνοι τους: Μυρωδάτο, εύγευστο γλυκό τριαντάφυλλο. Συνοδευόμενο πάντα από δροσερό νερό και εγκάρδιο χαμόγελο, την επιτομή της φιλοξενίας!