Κάθε καλοκαίρι, οι γονείς µάς άφηναν στον παππού και τη γιαγιά. Η πιο γενναία απόφαση που έπρεπε να πάρω τότε ήταν να πάω µόνος στο δάσος… Ο µύθος για το φως, σαν καντήλι, που έβγαινε από το γκρεµισµένο παλιοµονάστηρο και κατέληγε πίσω απ’ τον Αϊ-Γιάννη, δεν µε τρόµαζε. Γιατί η Βελίνα ήταν ο τόπος µου…
Αναχωρώντας από το Κιάτο προς το ορεινό τµήµα της Κορινθίας, σε είκοσι λεπτά φθάνεις στο σταυροδρόµι της Χούνης. Η ταµπέλα µε την ονοµασία του χωριού σε κατευθύνει σ’ έναν στενό και έντονα ανηφορικό δρόµο, που δεν προϊδεάζει για τη µοναδική οµορφιά του. Η λέξη Βελίνα (Velyna) είναι σλαβικής προέλευσης και σηµαίνει χλοότοπος ή τόπος πολύµορφος. Το µέρος υπάρχει µε την ίδια ονοµασία από την απογραφή των Ενετών, που σώζεται στο ανέκδοτο Αρχείο Nani (1703-5 µ.Χ.). Η φυσική πύλη του χωριού, µε ψηλή βλάστηση µαύρης πεύκης και ελάτων, σε καλωσορίζει. Τα λίγα λεπτά οδήγησης στο βαθύ πράσινο του δάσους είναι το πέρασµα προς το χωριό. Στη συνέχεια, ο δρόµος µετατρέπεται σ’ ένα νοερό σύνορο µεταξύ του απέραντου κάµπου που προβάλλει στο δεξί µας χέρι, και του πυκνού δάσους που συνεχίζει στα αριστερά µας και σκεπάζει το µικρό χωριό των 136 µόνιµων κατοίκων. Η θερµοκρασία έχει αλλάξει καθώς βρισκόµαστε πλέον στα 950 µ. υψόµετρο, που προσδίδει και την καθαρά ορεινή φυσιογνωµία του χωριού χαρίζοντάς του µοναδική θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο.
Το παλιό χωριό βρισκόταν στην τοποθεσία Χαλµπούρανι, νοτιοδυτικά της σηµερινής του θέσης. Σε αυτή την αµφιθεατρική πλαγιά, εντοπίστηκαν ερείπια ενός οικισµού που φαίνεται να αυξήθηκε πληθυσµιακά στα τέλη του 16ου αιώνα, µε την άφιξη των Αρβανιτών, οι οποίοι έφθασαν ως µισθοφόροι στην Πελοπόννησο επιτηρώντας τις ενετικές περιοχές και εκτοπίζοντας τους Σλάβους. Η µετακίνηση των Αρβανιτών έγινε σταδιακά από την Αυλώνα µέσω Ιτέας και, όπως αφηγούνται οι σηµερινοί κάτοικοι, η αρχική τους εγκατάσταση στο ορεινό τµήµα της Κορινθίας πραγµατοποιήθηκε στην περιοχή µε την ονοµασία Πίκεζα, πάνω από το σηµερινό χωριό Κεφαλάρι, γνωστό και ως Ντούσια.
Όταν οι µύθοι βρήκαν τον τόπο τους
Η περιοχή είχε έντονους αγέρηδες. Η λαϊκή φαντασία γέννησε το µύθο ότι τα βράδια ακουγόταν µια βοή, το «λάβωµα» (=ξωτικό). Έτσι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τον τόπο και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Στύλια, πίσω από τον Προφήτη Ηλία, στη βόρεια άκρη του κάµπου του σηµερινού χωριού. Το κλίµα αυτού του τόπου, που βρισκόταν σχεδόν όλο το χρόνο στη σκιά, προκαλούσε αρρώστιες, και για άλλη µια φορά γεννήθηκε ένας νέος µύθος, αυτός της νεκρής νύφης που έγνεθε τη ρόκα της δίπλα στο τζάκι του κάθε σπιτιού. Κουβαλώντας µύθους, η συγκεκριµένη οµάδα των Αρβανιτών κάνει την τελευταία στάση της στο Χαλµπούρανι, στη Βελίνα. Από τα οθωµανικά χρόνια, η προφορική παράδοση διασώζει ότι η γυναίκα του Μπέη, που µάζευε τους φόρους της περιοχής, γέννησε την ίδια εποχή µε την Πυθαρού (γυναίκα µε µεγάλο πύγος, παραφθορά της λέξης), που ζούσε στο παλιό χωριό. Η γυναίκα του Μπέη πλάκωσε στον ύπνο της το µωρό και για να µη µαθευτεί, πήρε το µωρό της Πυθαρούς. Αυτή µε τη σειρά της την εκβίαζε αποσπώντας της µεγάλα χρηµατικά ποσά (λίρες). Όταν το παιδί µεγάλωσε, έµαθε την αλήθεια και συµµετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα υπέρ της Ελλάδας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το νερό στέρεψε στις δύο βρύσες του χωριού και οι Βελινιάτες µεταφέρθηκαν στη σηµερινή θέση του, όπου προϋπήρχαν νεροτριβές, µαρτυρώντας την έντονη παρουσία του νερού στην περιοχή. Οι κάτοικοι του χωριού κατά την περίοδο του 1821 αλλά και στα προεπαναστατικά χρόνια πολέµησαν υπό την ηγεσία των Νοταραίων, επιφανούς οίκου των Τρικάλων Κορινθίας. Όταν γύριζαν, έκρυβαν τα ασηµένια όπλα τους (τουφέκια) σε «χουστές», τρύπες στο βράχο. Το 1912, η Βελίνα έγινε κοινότητα. Το πλούσιο οξυγόνο, τα κρυστάλλινα νερά και η προθυµία των κατοίκων της για γνώση και πολιτισµό προσέλκυσαν στα τέλη του 1927 τον σπουδαίο ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και µεταφραστή Βασίλη Ρώτα. Με δική του πρωτοβουλία άρχισαν να πραγµατοποιούνται παραστάσεις Λαϊκού Θεάτρου, που διήρκησαν έως τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Κάθε καλοκαίρι, σκηνοθετούσε έργα ειδυλλιακά, όπως «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Η Γκόλφω» κ.ά. Το εισιτήριο ήταν αυγά, φακή και τοπικά προϊόντα, και µερικές φορές ένα δίδραχµο, που δινόταν από κάποιον εύπορο συνήθως παραθεριστή. Τα έσοδα πήγαιναν στην κοινότητα. Ο πόλεµος ωστόσο διέκοψε βίαια αυτήν τη µοναδική για την ιστορία του χωριού δράση. Η ξεχωριστή οµορφιά του τόπου συνεχίζει ωστόσο να εµπνέει καλλιτέχνες µέχρι τα σύγχρονα χρόνια. Ο κόσµος των σκιών, των αερικών και των ανεξήγητων φωνών της περιοχής, που πηγάζει από τη λαϊκή φαντασία, αποτυπώνεται στο µυθιστόρηµα «Εκατό δρόµοι και µία νύχτα» (1997) της καταξιωµένης Αλεξανδρινής συγγραφέως Ευγενίας Φακίνου.
Οι εκκλησίες
Κανείς δεν θυµάται πότε ακριβώς χτίστηκε ο ιερός ναός του Αγίου ∆ηµητρίου, που αποτελεί και το κεντρικό µνηµείο του χωριού. Το ιδιαίτερο ξυλόγλυπτο τέµπλο και οι εικόνες του –σύµφωνα µε την επιγραφή που σώζεται– χρονολογούνται γύρω στα 1900. Η κεντρική πόρτα της εκκλησίας θυµίζει τις περίτεχνες πόρτες ενετικών σπιτιών. Πολύ παλαιότερος χρονολογικά είναι ο µεταβυζαντινός µονόχωρος ναός, ο αφιερωµένος στην Κοίµηση της Θεοτόκου, από τον οποίο δυστυχώς διασώζονται ελάχιστες φορητές εικόνες.
Κάθε ∆εκαπενταύγουστο, το εκκλησάκι γιορτάζει και ο κόσµος του χωριού στην αυλή σιγοκουβεντιάζει µε τους παραθεριστές.
Στην καρδιά του δάσους, σ’ ένα µικρό ξέφωτο, σαν καλά κρυµµένο µυστικό, υπάρχει η Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας, ένα πανέµορφο και γραφικό εκκλησάκι. Ο παλιός γραµµατέας της κοινότητας θυµάται τον πατέρα του να του λέει για έναν καλόγερο που ζούσε εκεί. Για να φτάσεις στο εκκλησάκι, θα ξεκινήσεις από την πάνω πλευρά του χωριού. Οι δύο χωµατόδροµοι, που χαράζουν διαφορετική πορεία στο εσωτερικό της δυτικής πλευράς του δάσους, καταλήγουν στην Αγία Τριάδα. Το χωριό από ψηλά το βλέπεις µόνο από τον Αϊ-Γιάννη, λίγο πριν τη γέφυρα. Είναι το παλιότερο εκκλησάκι του χωριού, που η γιαγιά Μαργαρίτα είχε κουβαλήσει πέτρα πέτρα για να χτιστεί…
…Το εισιτήριο ήταν αβγά, φακή, προϊόντα, και μερικές φορές ένα δίδραχμο, που δινόταν από κάποιον εύπορο συνήθως παραθεριστή. Ο κόσμος των σκιών, των αερικών και των ανεξήγητων φωνών της περιοχής αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα “Εκατό δρόμοι και μία νύχτα” (1997) της Ευγενίας Φακίνου.
Τα µονοπάτια
Μια µυστική ατραπός, στην πίσω πλευρά του Αϊ-Γιάννη, κρύβει το παλιό µονοπάτι που διέσχιζε κάθετα το δάσος και κατέληγε στο διπλανό Κληµέντι. Με τον αδερφό µου, στις αρχές της εφηβείας µας, πάντα µπερδεύαµε το πέρασµα προς το µονοπάτι αυτό. Έπρεπε να ανεβούµε πρώτα την πλαγιά, πάνω από την άσφαλτο, και όταν συναντούσαµε τους µικρούς φυσικούς βράχους, να ψάξουµε για το µικρό άνοιγµα. Μετά από λίγα ψηλά αγριόχορτα, που φύτρωναν κάθε άνοιξη, φτάναµε στην αρχή του µονοπατιού. Για τον πατέρα, τα ελεύθερα άγρια σκυλιά ήταν ο φόβος του για εµάς. Εµείς όµως ήδη νιώθαµε ελεύθεροι, αναγνωρίζαµε τις φρέσκες πατηµασιές των λαγών και των σκίουρων, ψάχναµε αλεπούδες στις τρύπες και παγώναµε απότοµα κάθε µας κίνηση όταν ακούγαµε κάποιον περίεργο θόρυβο. Προχωρούσαµε προς το βάθος του δάσους αλλά ποτέ δεν ξεµακραίναµε. Πάντα σκεφτόµασταν να κόψουµε τα µεγάλα άγρια µανιτάρια (ελατοµανίτες), που φύτρωναν συνήθως δίπλα στους κορµούς των δέντρων, δεν ξέραµε όµως να ξεχωρίσουµε ποια ήταν δηλητηριώδη. Ξαποσταίναµε κοιτώντας τις πανύψηλες κορυφές των δέντρων, ενώ στον δρόµο της επιστροφής για… µεσηµεριανό µετρούσαµε τις σειρές που είχαν κάνει οι κάµπιες στους κορµούς.
Οι δύο µεγάλοι σε µήκος χωµατόδροµοι προς την Αγία Τριάδα µπορεί να µη µοιάζουν µυστικοί αλλά εκεί γνώρισα για πρώτη φορά το δάσος όταν στους απογευµατινούς περιπάτους µε τα παιδιά του χωριού παίζαµε κρυφτό ή κρυβόµασταν για να τροµάξουµε τους περαστικούς πίσω απ’ τα δέντρα όπου είχαν αναρριχηθεί µικρά ροζ και λιλά άγρια κυκλάµινα. Υπάρχει κι άλλο ένα µονοπάτι, που δεν είναι στο δάσος αλλά στα δυτικά του κάµπου, στην τοποθεσία Μπόρεζι. Από εκεί κατέβαινα όλη την πλαγιά προς την Παναγιά την Κλησιµπούκουρα (=όµορφη εκκλησία), που σήµερα ανήκει στο χωριό Παναρίτι. Στα δεξιά του µονοπατιού, καθώς κατέβαινα, έβλεπα από µακριά τις µεγάλες και ανεξερεύνητες σπηλιές που συνέχιζαν µέχρι κάτω από τον Προφήτη Ηλία, στο τέλος του κάµπου.
Στο νοτιοδυτικό όριο της αρχαίας Σικυώνας, η Βελίνα ανήκει σήµερα στον ∆ήµο Σικυωνίων. Οι κάτοικοί της ασχολούνται µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ ο δραστήριος σύλλογος του χωριού οργανώνει κάθε τέλος του καλοκαιριού γιορτή ντοµάτας. Στη µοναδική ταβέρνα του χωριού, η Γιάννα µαγειρεύει παραδοσιακό σπιτικό φαγάκι: ελάφι στιφάδο, σπιτική µανιταρόπιτα και κοκκινιστό κόκορα µε χυλοπίτες. Μικροί γαστρονοµικοί πειρασµοί αποτελούν από µόνοι τους έναν ακόµη λόγο για να επισκεφτείς το χωριό. Το καφενείο στο κτίριο της παλιάς κοινότητας προσφέρει καφέ, τσιπουράκι και µεζέ µε αγνάντεµα προς τον Αϊ-Γιάννη.
Σε µικρή απόσταση από την πρωτεύουσα, ανάµεσα στη λίµνη της Στυµφαλίας και το χιονοδροµικό κέντρο των Τρικάλων Κορινθίας, η Βελίνα αποτελεί προορισµό ιδανικό για κάθε εποχή και προσφέρεται για εξερεύνηση. Υπό τη σκέπη των µύθων, των θρύλων, των αφηγήσεων, θα έρθεις να ηρεµήσεις, να αγναντέψεις, να χαθείς στους ήχους και τα χρώµατα του δάσους, που όµοιό του –κατά τη γνώµη µου– δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την Κορινθία…